- συννεφιαστός
- η , ό1) похожий на облако; 2) перен. угрюмый, хмурый, печальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συννεφιαστός — ή, ό, Ν [συννεφιάζω] 1. αυτός που έχει την όψη, το σχήμα σύννεφου 2. σκυθρωπός, λυπημένος («τ ανάβλεμμά ντου προς αυτό συννεφιαστό γυρίζει», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek